- ευμεγέθης
- -ες (Α εὐμεγέθης, -ες)αυτός που έχει αξιόλογο, αρκετό μέγεθος, ο μεγάλος, ο μεγαλούτσικος («εὐμεγέθης ἀστράγαλος», Αιν. Τακτ.)αρχ.1. ψηλός, εύσωμος («εὐμεγέθης γυνή», Ανθ. Παλ.)2. μτφ. σπουδαίος, σημαντικός («εὐμεγέθης μαρτυρία», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μέγεθος].
Dictionary of Greek. 2013.